Παράξενα

Μεσσηνιακό λεξικό

Written by milt-man

Messenia

Για όσους σκέφτεστε να επισκεφθείτε την Μεσσηνία και φυσικά για όσους έχετε καταγωγή από εκεί συγκεντρώσαμε κάποιες λέξεις και κάποιες εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες, αλλά ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ένα μικρό λεξικό … ακόμα και με ακατάλληλες λέξεις, που αποτελούν όμως μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς

 

Aμπαρώνω= Κλειδώνω
Aνασκελώνομαι= Ετοιμάζομαι να φύγω
Α ρε όρνιο της κοινωνίας = Είσαι εντελώς χαζός
Αβέρτα = Απλόχερα
Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
Αδειάζω = ευκαιρώ
Αει στο λύκο = αει στο διάολο
Αει στον κόρακα = ομοίως με το παραπάνω
Αει φτυστ τα αρχ**δια σ = αει παράτα μας
Αει χάσου παράλυτε = ‘Ασε μας ρε χαζέ
Ακουμπέτι = Παρά ταύτα
Ακρίθια = Παρανυχίδες
Ακώ = Ακούω
Αλάργα= Μακριά
Αλλαξιά= Σύνολο ένδυσης,
Αλουποτινάζω = Ταρακουνάω δυνατά κάποιον
Αμπέχονο = Καπαρντίνα
Αμπολάω = Αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα
Αναζούπωσε = Ξαναζωντάνεψε
Ανάκαρο = Δύναμη
Ανακλαρίζει τα σκυλιά = Βοηθάει τα σκυλιά να τεντωθούν ( ο τεμπέλης )
Αναρίγησα = Ανατρίχιασα
Ανάρτυγο = Φαγητό χωρίς λάδι
Ανασκελώθηκε = Έπεσε τ’ανάσκελα
Ανεβάσταγη = Ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
Ανεβάσταγος=Ανυπόμονος
Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος
Αξούριγος = Αξύριστος
Απάγκιο = Μέρος χωρίς αέρα
Απαντοχή = Υπομονή
Απαυτώνω = Κάνω έρωτα με μια γυναίκα
Απίδι= Αχλάδι
Απόκανα = Παρακουράστηκα
Αποκορωμένος = καταραμένος
Αποκρεύω =Σταματώ να τρώω κρέας
Απόπατος = Τουαλέτα
Απόρριξε = Απέβαλλε
Αποσπερού = Απόψε το βράδυ
Αποσταίνω = Κουράζομαι
Αράδα = Σειρά
Αραούζης = Ασουλούπωτος
Άρατος = Άφαντος
Αραχνος = Κακομοίρης,
Αρβαλιάρης = Σαματατζής
Αρμάκι = Μάντρα
Αρούκατος = Ο Ατσούμπαλος
Αρουλιέται = Τραγουδάει σαν σκύλος
Αρτήθηκα = Έφαγα
Ασκί = Τουλούμι
Αυτός είναι ντιπ γουδί = Είναι εντελώς μαλάκας
Αυτούνο αυτού = Αυτό εκεί
Αφαλόκομα=  Μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
Αφόρμησα = Μολύνθηκα
Αφουγκράζουμε = Ακούω
Αχάραγο = Αφώτιστο
Αψίω = Τρώω χωρίς ψωμί
Βαβίζω = Γαβγίζω ή φωνάζω
Βαγένι = Βαρέλι
Βαγιολι = Πανί για τρόφιμα
Βαλμάς = Ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι
Βανιώνω = Παχαίνω
Βαρελίτσα=Μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο
Βατεύω = Κάνω sex με παρθένα
Βατουριώνω, βατώνα= Σύμπλεγμα από βάτα
Βγάνανε τα μάτια τόνε = Κάνανε sex
Βερεσιγέ = Χωρίς πληρωμή
Βιζιδάδι = ‘Εμπλαστρο
Βίκα = Στάμνα
Βοϊδοσούρνει = Είναι αργόστροφος
Βούζα= Χοντρή γυναίκα
Βουή σας μαύρη = Προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
Βούτα = Τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
Βουτσί ή Βαένι = Το βαρέλι που έβαζαν το μούστο.
Βρακοζώνι = Ανδρικό εσώρουχο με πόδια
Γαστέρα = Αοιλιά
Γδυτολαίμης = ο κόκορας χωρίς πούπουλα στο λαιμό
Γδυτός = Γυμνός
Γεμενί = Χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
Γεροξούρας =Ο ξεμωραμένος γέρος
Γερούτσος = Γεροντοπαλλήκαρο
Γιαργούτη = Γιαούρτι
Γιάτρα = Κοίτα ( για τήρα)
Γιγκλές= Εξάρτημα του σαμαριού

Γίνου – Γίνε

Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι  νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτό χωρίς μανίκια
Γιουρούκι = σκουντούφλης
Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων και μεταφορικά ο βλάκας γκάβαλος
Γκουργκούνι = Αστράγαλος
Γκριτζάλα = Ειδικό ξύλο με δόντια
Γκώνω= Μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο
Γνέματα = νήματα
Γούπατο = Η περιοχή που είναι χαμηλή
Γουρνοπούλα, = Γουρουνόπουλα
Γουστέρα = Σαύρα
Γούτος =Αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
Γράνα =)χαντάκι αποστράγγισης νερών  ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
Διακονιάρης = Ο ζητιάνος
Διάσελο = Το ξέφωτο σε ύψωμα
Διάτανος = Ο διάβολος
Δικολάβος = Ο δικηγόρος
Δικόνες μου = Ο δικός μου
Διμούτσουνος = Ο διπρόσωπος
Διπλάρισε = ‘Εκανε δίδυμα
Διπλαρώνω = Ρίχνω κάποιον κάτω
Διπούτσοσε=Έδεναν τα κατσίκια από τα πόδια
Δραπέτσι = Πολύ ξινό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
Δριστέλια = Η νεροτριβή
Δώθενε = Από εδώ
Είναι μιανού = είναι ενός (κάποιου)
Έλα μάνα μ = έλα ρε
Έντο = Νάτο
Εντοσα = Ξεπιάστηκα
Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
Ευτού = Εκεί
Εφτούνο = Αυτό
Έχουτε = Έχετε
Ζαβός = ο πνευματικά ανάπηρος
Ζαγά-ζαγά = Σιγά σιγά
Ζάγκλα = Η απότομη στροφή
Ζεμπερέκι = Πετούγια πόρτας
Ζέχνω = Βρωμάω
Ζοματάω = Ρίχνω σε καυτό νερό
Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
Θέλουτε = Θέλετε
Ίγκλα = Η ζώνη του σαμαριού
Καζάρμα = Ο στρατώνας
Κακαβολίθι = Τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή
Κακαράτζα = Τα κακά της γίδας ή του προβάτου που είναι σαν μπίλιες
Κακαρώνω = Πεθαίνω
Κακοζάκανος = Ο κακοφτιαγμένος
Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
Καλύβω = καλύπτω
Καμώνομαι = Σωπαίνω

Καπινός = Ο καπνός ( γίνου καπινός = φύγε, τσακίσου)

Καπισταλι = Ξύλο στο στόμα για τα ζώα
Καρίτζαφλας = Ο λάρυγγας της κότας, κόκορα κλπ
Καρκατζέλες = Κοπριά κατσίκας
Καρκάτζουλας = Πολύ αδύνατος άνθρωπος.
Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
Κατακεφαλιά =καρπαζιά
Καταλαχού= κατά τύχη
Καταλιακού= μες τον ήλιο.
Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
Κατάχαμα = πάνω στο χώμα
Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης
Κάτσε χάμ = κάτσε κάτω
Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που κάθεται και δεν φεύγει με τίποτα
κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
Κατσόνι = Μαγκούρα για τις κλάρες
Κατσόνι = Ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
Κατσούλα = Γάτα
Καυλούτσος = Αυτός που δεν του πέφτει με τίποτα η όρεξη για sex
Καψερός = Κακομοίρης
Καψερός = Ο καημένος
Κείθενε = Από ‘κει
Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω
Κιβούρι = μνήμα
Κιούπι = πήλινο
Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια
Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση
Κλωνα = Κλωστή
Κοκόσια = Άμύγδαλο
Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά
Κολιάνιτσα = διάρροια
Κονταυγές = χαράματα
Κοπελάτος = Υπηρέτης
Κόρυζα = Αρρώστια πτηνών.
Κοτάω = Τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
Κότσαλα = Κοτσάνια
Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες
Κοτσώνομαι = Καμαρώνω
Κουβενταρία = Λογοδιάρρια.
Κούκλα = Καλαμπόκι
Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα κουκουνόμυγα (Αλογόμυγα)
Κουλούκι = το κουτάβι
Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα
Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
Κούμπλα = Βρύση
Κουνενές = Μωρό
Κούρβουλο = Αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται
Κουργιαλοί = Αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
Κουρούτα = Η προβατίνα δίχως κέρατα
Κουτουρού = Τυχαία
Κουτρούλι= Σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
Κουτσουμπέλι = Πιτσιρίκι
Κουτσούνα= Κούκλα, το παιχνίδι
Κόφα = Μεγάλο καλάθι
Κοφίνι =Καλάθι
Κόφτρα = Μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα
Κρησάρα = Λεπτό κόσκινο
Κυλίφι = Μαξιλαροθήκη
Κωλοφωτιά = Πυγολαμπίδα
Λάγιο = Το μαύρο ζώο
Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
Λαγκουνίζει = Γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
Λάκκος = Αργαλειός
Λαύρα = Η μεγάλη ζέστη
Λάχανα = Τα άγρια χόρτα των αγρών
Λιαδώματα = Κατσίκια
Λιάστρα = Απλωμένα κάτω
Λιμπιά = Τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια
Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας
Λιοπανάζω= Δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
Λοκάνικο = Λουκάνικο
Λόπια = Φασόλια ξερά
Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη
Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
Μαγάρα = Η ακαθαρσία
Μαγερεύω = Μαγηρεύω
Μαγκλάρας = Ο μεγαλόσωμος
Μαγκούφης = Ο έρημος χωρίς κανέναν
Μαζόχτη = Μαζεύτηκε- έφτασε
Μαζώνω = Μαζεύω
Μάζωξη = Συγκέντρωση
Μαθές = Λοιπόν
Μάπα = Σφουγκαρίστρα
Μάπα= Λάχανο
Μαπίζω = Σφουγκαρίζω
Μάπισμα = Το σφουγκάρισμα.
Μαρτίνι = Κατσίκι
Μασιά = Σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
Ματσούκι = Κοντόχοντρο ραβδί
Με μερμελάει= Με ενοχλεί
Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = Είχα διάρροια
Με τειράς = Με βλέπεις
Μέσκουλες = Μούσμουλα
Μιανού = Κάποιου
Μιλάς με τον κώλο σου τώρα ? = Λες ανοησίες
Μολόχα = Γεράνι
Μου βγήκε η λασά = Μου βγήκε η γλώσσα
Μου σκάσες τον πατσά = Με έσκασες
Μούργα =Χοντρό κατακάθι λαδιού.
Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
Μπαζίνα = Χυλός από καλαμποκάλετρο
Μπαζουνιάζω= Τρώω πολύ
Μπάκα = Κοιλιά.
Μπάκακας =Βάτραχος
Μπαλώτσα = Η πολύ άσχημη γυναίκα
Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = Φοράω πολλά ζεστά ρούχα
Μπαρτουμια= Τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
Μπατανία= Χοντρή κουβέρτα
Μπιντόνα = Ντενεκές
Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = Μελανιάζω
Μπλαφούσκιασα = Ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
Μπορμπόλια = Στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
Μπορούτε = Μπορείτε
Μπόσικα = Χαλαρά
Μπότης= Πήλινο δοχείο κρασιού
Μπότσα = Ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι
Μπουγέλος = Κουβάς
Μπουζία = Γουρούνια
Μπούρδας = Χοντρός
Μπουρνέλια = Κορόμηλα
Μπουσουρντάνο = Ντενεκές
Μπουχίζω = Καταβρέχω με νερό
Μπροστέλα, μπροστοποδιά = Ποδιά της νοικοκυράς.
Νάκα = Φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
Ναχρικά = Κατσαρολικά
Νίβομαι = Πλένω με τα χέρια το πρόσωπό μου
Νίδι = Ένα μικρό κομμάτι
Νίλα = Ζημιά
Νισάφι = Έλεος
Νομάτοι – Τα άτομα
Νταβαντούρι = Ο θόρυβος
Νταβάς = Χάλκινο ταψί με καπάκι
Ντενεκές στον ούρλο = Ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας
Ντόνω = Ξεμουδιάζω
Ντορβάς = Ταγάρι
Ντουβρουτζάς = Το εγκεφαλικο
Ξαδειάζω = Ευκαιρώ
Ξάϊ = Το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού. Τα αλεστικά.
Ξακρίζω = Παγαίνω στην άκρη
Ξεγάνωτο = το χωρίς επικάλυψη Κασσίετερου
Ξείκλωτος = ατιμέλητος
Ξεκάμπησε= βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει κάποιος
Ξεκορφαρίζω = Ο ψηλός που ξεχωρίζει.
Ξεκοτσαλίζω = Βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
Ξεκωλώνω = Ξεριζώνω
Ξελέμιασμα = Σφάξιμο κόκορα.
Ξεμπατινιάστηκα = Ξεπατώθηκα.
Ξεμπινιάστηκα = Ξεμεσιάστικα
Ξεσαγωνιάστηκα = Αδυνάτισα πολύ.
Ξεσπίνισμα = Η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
Ξεστερίζουμαι = Δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
Ξυδιάς = Το κρασί που έγινε ξύδι
Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
Οβραίος = ο Εβραίος
Ογλυγορος = γρήγορος
Ολότελα = Εντελώς
Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
Ολούθε = παντού
Ορμήνια = συμβουλή
Ούλο παραλυσίες λες = λες συνέχεια μαλακίες
Ούλοι = Όλοι
Ούλος = Όλος
Ουυυυ να χαθείς να χάνεσαι ντε = άσε μας από δω
Πάκια = Πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα)
Παλάτζα = Η ζυγαριά
Παλιόπραμα = Παλιάνθρωπος
Παλουκώνομαι = Κάθομαι κάτω
Πάντα = Μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
Παραγώνι = Τζάκι
Παράλυτε, (ρε) =  Ο βλάκας, ο άχρηστος.
Παράφθαστο = Αξεπέραστο
Παρδαλίζουν = Λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
Πασαράς = Σουρωτήρι (το σκεύος)
Πασπαλώ = Ρίχνω άχνη ζάχαρη.
Πασταριά = Η μια πάνω στην άλλη.
Πατάκα = Πατάτα
Παταλιά = Οριζόντια θέση τραυματία
Πατσαβούρα, πετσάφι = Πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
Πάω στα πράματα = Πάω στα πρόβατα
Πελεκάω = Χτυπάω
Περικάλεση = Σγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία.
Πέσε μου = Πες μου
Πετσάφι = Μικρό πανί κουζίνας ή αλλιώς ο τιποτένιος
Πετσί λουρί = Χέσιμο
Πίγκωσα = Βούλωσε η μύτη μου
Πιλάλα = Τρέξιμο
Πιλαλάω = Περπατάω γρήγορα
Πιλαλάω = Τρέχω
Πινιάτα = Μικρό πήλινο πιθάρι
Πιοτούρα = Κρασοκατάνυξη
Πιτάρι = Μελισσοκέρι
Πλακουτσά = Πλακωτά
Πλευρομετρώ= Σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω)
Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών.
Πορτογύρω – Η γυναίκα που δεν κάθετε σπίτι της
Που πας ρε γελάδι ? = Που πας ρε ηλίθιε
Πούθε πας καταλιακού = Που πας μέσα στον ήλιο
Πουντιάζω = Ξεπαγιάζω
Πούντος = Το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
Πούργι = Μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων
Πράϊτα (τα) = Τα πρόβατα
Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
Προγκάω = Διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
Πρόγκιξε = Έφυγε τρομαγμένος
Προσμπούκι = Κολατσιό
Προσφέρνω = Παρομοιάζω με κάποιον άλλο
Προσώρας = Προσωρινά
Πρωιμιές = Πρώιμα σπαρτά
Ραμολί = Ο γέρος που τα έχει χαμένα
Ρέγουλα = Με μέτρο
Ρεμένος = Ο πολύ αδυνατισμένος
Ρεμπεσκές = Ο αχαϊρευτος
Ρεντάω = Ραντίζω
Ρεντίκολο = Ρεζίλι
Ρετζελάω = Γεμίζω τον τόπο με νερό ή κάτι άλλο
Ρέχτης = Το σημείο που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια
Ρεψοχέρης =Αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα
ΡιτσίδιΙ ή αρτσίδι = Βράχηκα
Ροβολάω = Κατεβαίνω τρέχοντας
Ρογοβύζι = Η πιπίλα
Ρογός = Αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού
Ροί = Σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό
Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής
Ρούγα = Γειτονιά
Ρουκούλησε = Κύλησε
Ρουκουνιάζω= Τρώω πολύ και γρήγορα
Ρουπώνω = Χορταίνω
Ρούπα= Ξύλο που καθάριζαν τον ξυλόφουρνο
Ρούτζα = Κρατάω μούτρα, η μούρη
Σαβουρώνω = Βουτάω ή τρώω πολύ
Σαγάνι = Πιάτο
Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας
Σακάτου = Εκεί κάτω,
Σακείθε = Άντε πήγαινε από εκεί
Σαλάγημα = Κυνήγημα
Σαλαμούρα = Η άλμη
Σαμαροπάϊδα = Η λεπτή σανίδα στο πλάι του σαμαριού
Σάματι = Μήπως
Σάμπως = Μάλλον
Σαπάνου = Εκεί επάνω
Σαπέρα = Πήγαινε πέρα
Σαροβλιάστηκε = Έπεσε
Σαρωματίνα = Χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
Σάρωμας = Χορτάρινη σκούπα μικρή
Σαρώνω = Σκουπίζω
Σάψαλο = Σάπιο
Σβερκώνω = Βουτάω κάποιον από το σβέρκο
Σβιλάδα = Τρέλα
Σβώλος = Μικροκαμωμένος
Σγκαρλίζω = Σκαλίζω το χώμα  επιφανειακά όπως οι κότες
Σγουμπαίνω = Καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
Σγουμπός = Ο καμπούρης
Σγούφτω = Σκύβω
Σγρουμπούλι = Μικρός όγκος στο δέρμα
Σειριά = Σόϊ
Σεργούνι ή σερβούνι= Η ξεφτύλα
Σιγουρεύω = Κρύβω
Σίχλος = Κουβάς
Σκάλος = Σκάλισμα
Σκαπέτησα = Έφτασα ή έφυγα
Σκαρίζω = Βγαίνω, προβάλω από κάπου
Σκατογένης = Διάβολος
Σκατοψύχια = Κατάρες
Σκαφίδα = Η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
Σκαφίδι = Η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
Σκεύομαι = Σκέπτομαι
Σκιάχτηκα = Τρόμαξα
Σκορδοστούμπι = Γουδί

Σκουλικιάρης = Ο ύπουλος

Σκούζω = Φωνάζω
Σκουληκαντέρα = Γλίτσα
Σκουράντζος= Ρέγκα
Σκούρκος = Μεγάλο έντομο
Σκουτέλα = Φλυτζάνα
Σκουτέλα= Κούπα
Σουβί = Συμφορά
Σούγελο = Υδροροή
Σούδα = Στενό δρομάκι,
Σουράω= Σφυρίζω ( Η έκφραση τι σουράει ο κώλος σου, σημαίνει ότι θέλεις κάνεις ασυναίσθητα)
Σπάρτο = Κατσαφάνα
Σπερνά = Κόλλυβα
Σποράκλα, με σπόρισε = Διάρροια.
Σπορίστικε = Τον έπιασε κόψιμο
Σταθιμός= Σταθμός
Στεγνώξω = στεγνώσω
Στοιχερό = Χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του αλωνιού
Στρατόνι = Πεζούλα
Στράφι = Άδικα (πήγε στράφι)
Στρεκλάω = Βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
Στρινιάζω = Στραβομουτσουνιάζω
Στροφιάζομαι = Πέφτω για ύπνο
Συμπράκαλα = Διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης
Συνεμπάζω = Μαζεύω, γυρίζω
Συφουλιάζομαι =Σκεπάζομαι
Σύχλο = Κουβάς
Σφαρδάκλι = Βάτραχος
Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας.
Σώνει = Φτάνει
Σώστο = πιάσε το
Τα σκουτιά = Τα ρούχα
Ταβούλι = Το πρίξιμο
Ταμαχιάρης = Ο δουλευταράς
Τάμπαρο = Το πρίξιμο από το φαγητό
Ταμπλάς = Το εγκεφαλικό
Τανιέμαι = Σφίγκομαι στην τουαλέτα
Ταπίστωμα = Ανάποδα
Ταρναριστά = Λικνιστά και κουνιστά
Τάσι ή τασάκι= Σταχτοδοχείο
Ταχειά = Αύριο
Τέζα = Το τέντωμα, ο θάνατος
Τέμπλα = Το ραβδί για τις ελιές
Τέντα = Ανοιχτά, διάπλατα,
Τέσσερο = Ο αριθμός 4
Τέτζερης = Κατσαρόλα,
Τηλώθηκα = Χόρτασα
Τηράου = Βλέπω
Τι έπαθα η καλιακούδα = τι έπαθα η κακομοίρα
Τι κοιτάς ρε γκιώνη = τι κοιτάς ρε αποβλακωμένος
Τι λογό = Τι είδος
Τούκλωσε = Γέμισε ο τόπος με καπνό
Τούμπανο να γίνεις = Αει ψόφα
Τούμπησα = Έπεσα επάνω, κουτούλησα
Τουρλώνω = Φουσκώνω,
Τουρνόκολα = Ανάποδα
Τουρνοκολιάστηκε = Έπεσε άγαρμπα
Τράβα = Καδρόνι στέγης
Τρίο = ο αριθμός 3
Τριφτάδια = Είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
Τριχιά = Σκοινί
Τρόκανι = Κουδούνι αιγοπροβάτων
Τρούπισε = Τρύπησε
Τσακάω = Τσακίζω
Τσαλάχατα = Φωνάζουν το πρόβατα
Τσαλίμια, τσαλιμάκια = Νάζια
Τσαντίλα = Ύφασμα που πήζουν το τυρί.
Τσαούσα = Γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
Τσαφάρι = Κνήμη του ποδιού

Τσαούλια = Τα οστά της γνάθου

Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= Πόμολο ή σύρτης πόρτας
Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι
Τσέπια = Τα κέρατα
τσεράνα = Δύστυχη
Τσιγαρολάχανα = Μυρωδικά χόρτα
Τσιγκλάω = Προτρέπω
Τσικάου = Τσουγκρίζω
Τσοκανάω = Κόβω, πετσοκόβω
Τσότρα = Δοχείο κρασιού
Τσουλάγρα = Ππιτσιλιά
Τσουμπλέκια= Κουζινικά σκεύη
Τσουράπι = Κάλτσα
Τσουτσουρώνω = Παίρνω θάρρος
Τυλώθηκα = Χόρτασα
Φαγανιάρης = Λαίμαργος
Φακλάνα= Κακόφημη γυναίκα ( Ποτάνα)
Φανερώματα = Η ανακοίνωση ευχάριστου γεγονότος, συνήθως συνοικεσίου, προς τους συγγενείς των δύο οικογενειών,
Φαρμακώνω = Δηλητηριάζω.
Φεγγίζω = Έχω αδυνατίσει πολύ
Φελάει = Οφελεί
Φελέκι = Τύχη ( γαμω το φελέκι μου μέσα )
Φελί = Ένα κομμάτι παστού βακαλάου
Φέξη = Το γέμισμα του φεγγαριού
Φέρτσα ή σφέρτσα = Λωρίδα χωρίς το δέρμα, μόνο με το λίπος του χοιρινού 

Φίμουτρο = Το προφυλακτικό

Φινωμένο φρούτο = Το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
Φιότσος = Βαφτηστήρι
Φκτίκια = Βαφτιστικά ρούχα
Φλέσουρα = Μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
Φλομώνω = Ζαλίζω.
Φλουμπέτες = Οι καντήλες τα σπυράκια με το υγρό
Φλύχτρες = Σπυράκια
Φόλος = Το αυγό που βάζαν για να κάθονται οι κότες να γεννάνε
Φούγα = Οργή
Φουρφουράω = Θορυβώ
Φούφουτος = Ο ανύπαρκτος
Φρύξες = Ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
Φτενός = Λεπτός
Φτούνος = Αυτός
Χαβάνι = Σιδερένιο γουδί
Χαβάς = Επαναλαμβανώμενος σκοπός τραγουδιού
Χαβώνω = Εξαπατώ
Χαζομούνης = Ο αγαθός
Χαήλωσα = Χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος
Χαϊβάνης = Ο εντελώς μαλάκας
Χάϊλωσα = Χάζεψα
Χαιρετούρα = Η επίσκεψη στις ονομαστικές γιορτές, μεταφορικά όταν κάποιος χαιρετάει πολλούς ανθρώπους διαδοχικά με χειραψία
Χαλαστάρι = Πέτρα
Χαλεύω = Γυρεύω
Χαλκός = Γαλαζόπετρα
Χαμοκέλα = Η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι.
Χάμου = Κάτω
Χαμούρι = Το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
Χαμουρόκοτα = Η κότα που πηγαίνει συνέχεια στον κόκκορα ή αλλιώς η πουτάνα
Χαμπιλός = Χαμηλός
Χαντρολέμι = Κολιέ
Χαράκι = Η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
Χαρανί = Καζάνι
χαράρι = Δικτυωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού
Χαρχαλεύω = Ψάχνω
Χάσου όρνιο σαπέρα = άντε ρε παραπέρα
Χάφτω = Καταπίνω λαίμαργα, ξεγελιέμαι
χεσαμόλι = Φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι)
Χόβολη = Στάχτη
Χορήγι = Ασβέστης
Χουγιάζω = Βρίζω
Χουνέρι = Πάθημα
Χουνερίτσα = Το χτύπημα των αυτιών κάποιου άλλου
Χούνι = Το φαράγγι
Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό.
Χρίζω = Αλείφω.
Χρονιάρα = Η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψάνη = Ο καρπός του σιταριού όταν “ψωμώνει” και μπορεί να φαγωθεί, πριν όμως κιτρινίσει και σκληρύνει.
Ψαρής = Το άσπρο άλογο, μεταφορικά ο ασπρομάλλης άνθρωπος
Ψαροκασέλα = Ξύλινο φαρδύ και ρηχό κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν ψάρια, μεταφορικά η άσχημη και αδύνατη γυναίκα.
Ψαχνίδα = Η πιτυρίδα
Ψένω = Ψήνω
Ψες = Χθές.
Ψικαστήρα = Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
Ψυχοπονιάρης = Ο ευσπλαχνος
Ψωλοβρόντης = Αυτός που χασομεράει
Ωρέ = Ρε

Milt – man

About the author

milt-man

Η ζωή δεν σταματά να αναζητά και να μαθαίνει. όταν ψάχνεις βρίσκεις και όταν βρεις, θέλεις κι άλλο. Το κι άλλο είναι αυτό που σου δίνει ζωή για λίγο ακόμα.